Blogger Widgets

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Διαχρόνικο μήνυμα του Νικολάου Πλαστήρα προς όλους τους Έλληνες




«
Το πλανάσθαι ανθρώπινον, αλλά το ομολογήν την πλάνην είναι ανώτερος πολιτισμός και ευγενέστερος ανδρισμός. Ένας λαός ούτω μόνον σκεπτόμενος αποτρέπει τας εκ της πλάνης συμφοράς και ευημερεί
»
.

«Όποιος βλέπει την πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι το ίδιο σαν να την καταστρέφει ο ίδιος»




Νικόλαος Πλαστήρας




Ο Πλαστήρας αποτελεί αναμφισβήτητα μια κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία και μια ακέραια πολιτική προσωπικότητα. ¨Ένα σύμβολο, πρότυπο της ανδρείας, της ανιδιοτέλειας, της φιλοπατρίας, του ηρωισμού, της αξιοπρέπειας,της τιμιότητας, του χρέους και του ανθρωπισμού. Ονομάστηκε «ναυαγοσώστης του έθνους», « άγιος της προσφυγιάς» και «πατέρας των προσφύγων». Υιοθέτησε επτά παιδιά. Πολλά αγόρια πήραν ,ως όνομα, το επώνυμο Πλαστήρα και πολλά κορίτσια  ως όνομα το Πλαστηρίτσα. Το εφάπαξ ο διέθεσε σε Σανατόριο για τους άρρωστους στρατιώτες. Διέρρηξαν και λεηλάτησαν το σπίτι που έμενε και πήραν 40 χρυσές λίρες και 60.000 δρχ., που προορίζονταν για τα παιδιά,που είχε υιοθετήσει. Δεν απέκτησε δική του κατοικία,και αρνήθηκε να πάρει σχετικό δάνειο για ν’αγοράσει. Αρνήθηκε  να δώσει δουλειά στον άνεργο αδελφό του και σύνταξη στην αδελφή του.  Έζησε 12 χρόνια εξόριστος. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Έγινε μια φορά Αρχηγός Κράτους, και τρεις φορές Πρωθυπουργός. Παρέμεινε άγαμος, άστεγος,άφοβος, ασκητικός,ακέραιος. Το ενοίκιο του σπιτιού του στο Ψυχικό το πλήρωνε Ο Ι. Βελλίδης, Διευθυντής της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η στρατιωτική ιστορία έχει αδικήσει τον Πλαστήρα και αυτό οφείλεται στους συντάκτες των ιστορικών τόμων της  Διεύθυνσης Ιστορίας τουΓΕΣ και στους χρόνους συγγραφής των 1957-1967. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια θα παίρνει και μεγαλύτερη διάσταση η εθνική προσφορά του.
Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 72 ετών. Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά του φίλου του Διονύση Καρρέρ. Άφησε κληρονομιά 216 δραχμές, δέκα δολάρια , μια λακωνική προφορική διαθήκη  «όλα για την Ελλάδα» και τηρώντας την υποθήκη, , «δεί τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον  γεγονέναι».