Blogger Widgets

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Οι ελβετικές επιδράσεις στην εκπαιδευτική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια και η προσαρμογή τους στην ελληνική πραγματικότητα.


Δημητρίου Γ. Μεταλληνού
Δρ. Ιστορίας – μέλους Ε.ΔΙ.Π. Ιονίου Παν/μίου


  Ο Ιωάννης Καποδίστριας[1] υπήρξε στον πολιτικό του βίο προνοητικός και για το λόγο αυτό εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία που του δινόταν, προκειμένου να βοηθήσει την αγαπημένη του πατρίδα. Έτσι λοιπόν, όταν ο Τσάρος τον έστειλε, εκτιμώντας τις εξαιρετικές του διπλωματικές ικανότητες, για να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Ελβετίας, προσπάθησε, στα διαλείμματα των πολιτικών του αγώνων, να γνωρίσει το εκπαιδευτικό σύστημα που εφάρμοζαν οι μεγάλοι Ελβετοὶ παιδαγωγοί, καθὼς και τον τρόπο  με τον οποίο λειτουργούσαν τα εκπαιδευτικὰ ιδρύματα της χώρας τους. Στο πλαίσιο αυτό επισκέφθηκε πολλές φορές τα περίφημα εκπαιδευτήρια του διάσημου παιδαγωγού Fellenberg,[2] ενώ ερχόταν συχνά προσωπικά σε επαφή με τον ίδιο τον δάσκαλό του, τον μεγάλο παιδαγωγό Pestalozzi.[3] Εμπνεόταν ιδιαίτερα από την ιδέα της «λαϊκής διαπαιδαγώγησης» του τελευταίου, ο οποίος «στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας όχι μόνο στην προτε-ραιότητα που έδωσε στη λαϊκή παιδεία με δωρεάν εκπαίδευση, αλλά και στην αντιμετώπιση των αντίξοων δυσχερειών, που επικρατούσαν την εποχή αυτή στην εκπαίδευση και την κοινωνία».[4]
Ο Ελβετός παιδαγωγός Johann Heinrich Pestalozzi θεωρείται το πρόσωπο που έκανε πράξη στο μεγαλύτερο βαθμό την παιδαγωγική σκέψη του Rousseau. «Παθιασμένος κατά τη νεότητά του με την ανάγνωση του Αιμίλιου, δεν αφήνει από τα μάτια του αυτό το βιβλίο του ονείρου, μέχρι να δει σ’ αυτό, κατά το τέλος της ζωής του, το κέντρο της κίνησης του αρχαίου και του νέου κόσμου όσον αφορά στην εκπαίδευση».[5]
 



 
Ο Pestalozzi στη σύνταξη του μείζονος θεωρητικού του έργου: Οι έρευνές μου για την πορεία της φύσης κατά την ανάπτυξη του ανθρωπίνου γένους (1797), αναπτύσσει την ιδέα της στοιχειώδους μόρφωσης, που θα βρει την πρώτη της παιδαγωγική υλοποίηση στο Stans (1799), όπου σ’ ένα περιβάλλον ερημωμένο από τον πόλεμο και τελείως εχθρικό γι’ αυτόν, αναλαμβάνει μια επιχείρηση ηθικής αναγέννησης, την περιπέτεια της οποίας μας διηγείται στα Γράμματα από το Stans, έργο στο οποίο διαγράφεται και η μέθοδός του. Στη συνέχεια στο Burgdorf (1800-1803) αναλαμβάνει ο Pestalozzi να διαμορφώσει μια παιδαγωγική της νόησης, με έμφαση στις μεθόδους μάθησης της γλώσσας, των σχημάτων και των αριθμών, που παρουσιάζονται στο έργο του 1801 «Πώς η Γερτρούδη εκπαιδεύει τα παιδιά της». «Αλλά κυρίως στο Yverdon (1805-1825) βλέπει την πλήρη άνθιση της μεθόδου του, με την τριπλή της διάσταση, της «νόησης» (εκπαίδευση για την ευφυΐα), της «καρδιάς» (ηθική εκπαίδευση) και της «χειρός» (φυσική και επαγγελματική εκπαίδευση)».[6] Τελικά αναπτύσσει μαζί με τους συνεργάτες του τα στοιχειώδη μέσα που σκοπεύουν να ευνοήσουν την ανάδυση και την ταχεία ανάπτυξη αυτών των τριών δυνάμεων, σε μια ισορροπία τους, που ποτέ δεν επιτυγχάνεται, αλλά πάντα οφείλει να αναπροσαρμόζεται. «Ο Pestalozzi πρακτικά ανοίγει έτσι, άμεσα ή έμμεσα, όλους τους δρόμους της παιδαγωγικής έρευνας: τη μάθηση μέσα από την ανάγνωση και τη γραφή, την παιδαγωγική των μαθηματικών, τη στοιχειώδη φυσική αγωγή, την παιδαγωγική του τραγουδιού, την προσέγγιση των ατόμων με ειδικές ανάγκες (το πρώτο ελβετικό ινστιτούτο για κωφάλαλα παιδιά δημιουργήθηκε στο Yverdon)».[7]
Ο Pestalozzi βρίσκεται εκπληκτικά μπροστά από την εποχή του, καλλιεργώντας το πνεύμα της ισορροπίας στις μεθοδολογικές του προσεγγίσεις, εκεί όπου και σήμερα οι ειδικοί ερευνητές μας κλίνουν συχνά προς τη μονομέρεια. Η μεγάλη του αρετή, όμως, είναι ότι πάντα γνωρίζει να διατηρεί ένα πνεύμα στη μέθοδό του, βασισμένο στην πίστη για τη δυνατότητα του ανθρώπου να μορφωθεί, που υπερβαίνει όλες τις μεθόδους και τις τεχνικές και τις νοηματοδοτεί. «Στο τελευταίο του έργο, Το κύκνειο άσμα του 1826, που μπορεί να θεωρηθεί ως η εκπαιδευτική του διαθήκη, ανιχνεύει τις βασικές κατευθύνσεις αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «φιλοσοφία της παιδαγωγικής», συνδυάζοντας τον κόσμο των οικουμενικών νόμων, που επιτρέπει να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς της ανθρώπινης φύσης, τον κόσμο των συνθηκών και των περιστάσεων, που καθορίζουν το άτομο ως προς το ό,τι αντιστέκεται πεισματικά σε κάθε γενίκευση, και το πνεύμα μιας πρακτικής παιδαγωγικής που προσπαθεί να γεφυρώσει τους δυο κόσμους, χωρίς όμως ποτέ να φτάνει να καλύψει πραγματικά το χάσμα που τους χωρίζει».[8] Ο Pestalozzi καταλήγει έτσι «να συνδέσει τον παιδαγωγό με μια σοφία, της οποίας ο ίδιος αποτελεί, μετά από πολλές περιπέτειες, προβληματισμούς και αναθεωρήσεις των πιο προσφιλών του βεβαιοτήτων, την πιο γαλήνια ενσάρκωση κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του».[9]
            Στον Ιωάννη Καποδίστρια δόθηκε για δεύτερη φορά η ευκαιρία να γνωρίσει την Ελβετία και το εκπαιδευτικό της σύστημα, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, αφού κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (1822–1827) θα ζήσει κυρίως σ’ αυτή τη χώρα, όπου θα αξιοποιήσει τον χρόνο του με το να μυηθεί στο σημαντικότερο κέντρο του ευρωπαϊκού παιδαγωγικού συστήματος, όπως το επινόησε και το λειτούργησε στην Ελβετία ο Pestalozzi. Όταν το έτος 1828 θα προσκληθεί από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας να αναλάβει τα ηνία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, εκείνος ως υπεύθυνος ηγέτης είναι πανέτοιμος να ανταποκριθεί στην υψηλή του (ιερ)αποστολή, η οποία ως άμεση προτεραιότητα είχε την πνευματική καλλιέργεια των ελληνοπαίδων και κατ’ επέκταση ολοκλήρου του ελληνικού έθνους.
Ας παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό τα κύρια σημεία της εκπαιδευτικής του πολιτικής και τις ελβετικές επιδράσεις της:
Η παροχή ίσων ευκαιριών μόρφωσης σ’ όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Στον στόχο του αυτό διαφαίνεται καθαρά η συμβολή των Ελβετών παιδαγωγών Pestalozzi και Fellenberg. Η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια ήταν στραμμένη κυρίως στη στοιχειώδη εκπαίδευση και είχε ως προτεραιότητα την ενίσχυση του δημόσιου σχολικού δικτύου. Η πολιτική αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την κρατική αντίληψη, η οποία απηχούσε την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. «Ο Καποδίστριας ενδιαφέρεται η εκπαίδευση να διαδοθεί σ’ ολόκληρο το λαό χωρίς ταξικές διακρίσεις και κυρίως στους αγρότες, για τους οποίους έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια».[10] Η προτεραιότητα που επέδειξε στην οργάνωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης βρισκόταν σε άμεση συνάφεια με τις ελληνικές συνθήκες της εποχής. Σύμφωνα με τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις (επηρεασμένες σε μέγιστο βαθμό από τους ελβετούς παιδαγωγούς), οι νέοι έπρεπε πρώτα να αποκτήσουν τις εγκύκλιες γνώσεις και στη συνέχεια να σπουδάσουν επιστήμες και να μάθουν τέχνες. Πίστευε, ότι ο ελληνικός λαός, που στην πλειονοψηφία του ήταν αναλφάβητος, τότε μόνο θα προόδευε, αν κατόρθωνε να αποκτήσει μια καλή στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια ένα επάγγελμα, που θα τον βοηθούσε να ζήσει. Για το λόγο αυτό η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλους τους μαθητές.[11]
Πιστεύοντας, όπως και οι Ελβετοί παιδαγωγοί, ότι η αγωγή έχει μεγαλύτερη αξία από τα πλούτη, τονίζει ότι πρέπει «η κοινή ημών εκπαίδευσις να περιλάβη όλας τας αναγκαίας γνώσεις, αι οποίαι είναι χρήσιμαι προς την παιδείαν, ευπορίαν και πολιτικήν ευτυχίαν του έθνους μας».[12]Από την ορθή πολιτική και κοινωνική αγωγή εξαρτώνται «η ιδία ευτυχία εκάστου πολίτου και η κοινή ευδαιμονία όλης της πολιτείας».[13]
Το ενδιαφέρον της Πολιτείας στρεφόταν όχι σε μεμονωμένους τομείς της σχολικής δραστηριότητας, αλλά στη συνολική διάσταση του σχολείου, την αναφερόμενη στις μαθησιακές δραστηριότητες, τη διοικητική οργάνωση, το περιβάλλον, τον προγραμματισμό, τους εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, τα βιβλία και τα προγράμματα διδασκαλίας. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε στο σημείο αυτό, ότι ο Κυβερνήτης οραματιζόταν να καταστήσει την Ελλάδα μια Ελβετία του νότου ως προς την κρατική οργάνωση, αφού μέλημά του δεν αποτελούσε μόνο η εκπαίδευση, αλλά η παιδεία, δηλαδή η καθολική καλλιέργεια των Ελλήνων. «Με τη θέσπιση, μάλιστα, νομικού πλαισίου προώθησε την αγωγή, τη μόρφωση και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών λειτουργών».[14]
Ο κρατικός εκπαιδευτικός προγραμματισμός κατά τον Κυβερνήτη δεν αφορούσε μόνο τη σπουδάζουσα νεολαία, αλλά και τους ενήλικες («δια βίου μάθηση» ονομάζεται σήμερα). Οι νέοι διαπαιδαγωγούνταν με τη φοίτηση στα σχολεία, παρακολουθώντας τα εκπαιδευτικά προγράμματα, ενώ οι ενήλικες στο χώρο εργασίας.[15] Η πατερναλιστική πολιτική του Καποδίστρια προσέδωσε στην εκπαίδευση χαρακτήρα έντονα φιλανθρωπικό και σωφρονιστικό, καθόσον επηρεάστηκε από την επαγγελματική πτυχή του παιδαγωγικού συστήματος των μεγάλων ελβετών παιδαγωγών.[16] Η Πολιτεία, μέσα από την εκπαίδευση, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διαδικασία της κοινωνικής ένταξης των νέων, την προετοιμασία τους για την αγορά εργασίας και την ανάληψη κοινωνικών ρόλων.[17] Για το λόγο αυτό το εκπαιδευτικό του σύστημα ήταν δομημένο με οριζόντια (γενική και επαγγελματική) και κάθετη (Δημοτικό-Γυμνάσιο) κατεύθυνση.[18]
Το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα ο Καποδίστριας το στήριξε στην πραγματικότητα της εποχής του πάντοτε στο ευρύτερο πλαίσιο της εσωτερικής του πολιτικής.[19] Η πολιτική που ακολούθησε διατυπώνεται στο διάγγελμα που απηύθυνε στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση (30 Ιουλίου 1829). Επιδίωξή του είναι να ιδρυθούν αλληλοδιδακτικά σχολεία σ’ όλες τις επαρχίες και, εάν είναι δυνατόν, και σ’ όλα τα χωριά. Γιατί, όπως υποστηρίζει και ο στενός συνεργάτης του Ιωάννης Κοκκώνης, πρέπει τα παιδιά «των χωρικών μας να μην μένωσι και αυτά άμοιρα των μαθημάτων και της αναγνώσεως και γραφής, τα οποία είναι τα πρώτα βοηθήματα εις ανθρωπισμόν». Στόχος του να ενισχύσει τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να συστήσει «σχολεία τυπικά» και παράλληλα να ιδρύσει «σχολεία ανωτέρας τάξεως διά τους νέους έλληνας, τόσον τους αφιερωθησομένους εις τα εκκλησιαστικά, όσο και εις τους μέλλοντας να υπηρετήσουν την πατρίδα, εις τα πολιτικά ή να διατρέξουν το στάδιον των επιστημών, των τεχνών και της φιλολογίας».[20]
Έξι ήταν τα κύρια μαθήματα στη στοιχειώδη εκπαίδευση: γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γραμματική, γραμμική ιχνογραφία και ορθόδοξη κατήχηση. Πλην του τελευταίου μαθήματος, όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν το Πρόγραμμα Σπουδών της Ελβετίας.
Ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη μόρφωση της γυναίκας. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο, η μόρφωση της γυναίκας ήταν ανύπαρκτη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, πλην της Ελβετίας, βέβαια, του Pestalozzi. Παρόλο που η πρόθεση του Καποδίστρια και των συνεργατών του ήταν η συνεκπαίδευση των αγοριών και των κοριτσιών[21] (που θεσπίσθηκε στην Ελλάδα 150 χρόνια μετά τη δολοφονία του), «εντούτοις η φοίτηση των κοριτσιών σε μεικτά σχολεία ήταν μικρή και σποραδική με εξαίρεση το σχολείο της Τήνου, όπου το 34% του μαθητικού δυναμικού ήταν κορίτσια».[22] «Οι γονείς της εποχής αυτής και ιδιαίτερα της εύπορης τάξης έστελναν τα κορίτσια τους σε αμιγή ιδιωτικά αλληλοδιδακτικά σχολεία, τα Παρθεναγωγεία, ώστε να διαπαιδαγωγούνται, κατά την άποψή τους, απερίσπαστα».[23] Την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων νομικά στήριζε και το Σύνταγμα της Τροιζήνας, και ο Κυβερνήτης, όπως φαίνεται, δεν αντιδρούσε στη λειτουργία τους.[24] «Σκοπός της γυναικείας εκπαίδευσης, κατά τους συνεργάτες του Καποδίστρια, ήταν «να δαμασθεί η παχυλή αμάθεια των κοριτσιών, χωρίς να αμφισβητηθεί η διαφοροποίηση των δύο φύλων, δεδομένου ότι δίνουν έμφαση στην οικιακή ευδαιμονία και στην αρετή, στη μητρότητα και στη γυναικεία φύση».[25]

Εάν σταματούσε στο σημείο αυτό η αναφορά μας στην εκπαιδευτική πολιτική του (πρώτου) Κυβερνήτη της Ελλάδος και τις ελβετικές επιδράσεις της, θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε πιστός οπαδός της Κοραϊκής «μετακένωσης»[26] των ευρωπαϊκών ιδεών και προγραμμάτων, στην περίπτωσή μας των εκπαιδευτικών, στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Ο Καποδίστριας, όμως, προέβαινε στις προοδευτικές αυτές τομές για την εποχή του, μεταφέροντας εκπαιδευτικές δράσεις και παιδευτικές μεθόδους από την Ευρώπη (Ελβετία), αφού γνώριζε πολύ καλά ότι στην προσπάθειά του για τη μόρφωση των συμπατριωτών του είχε να αντιμετωπίσει μεταξύ πολλών προβλημάτων και την επιθετική στάση των προτεσταντών ιεραποστόλων (μισσιοναρίων), οι οποίοι ασκούσαν τη θρησκευτική τους προπαγάνδα κατεξοχήν δια μέσου της παιδείας, όπως αποκαλύπτει η έρευνα, και μάλιστα η αρχειακή.[27] Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του εκπροτεσταντισμού των Ελλήνων ο Καποδίστριας ήταν η εφαρμογή των παιδαγωγικών μεθόδων της εποχής του (ελβετικών), αλλά με την προσαρμογή τους στην ορθόδοξη ελληνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέστη στην ιστορική συνείδηση Μέγας Διπλωμάτης και «Άγιος της Πολιτικής», κατά τον Ιωάννη Κορνιλάκη.[28] Ο Καποδίστριας όχι μόνο δεν ακολούθησε τις αρχές της «μετακένωσης», αλλά προχώρησε με διάκριση σε υπέρβαση και προσαρμογή των ελβετικών παιδαγωγικών μοντέλων στην ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα. Ως φορέας και εκφραστής της αγιοπατερικής συνείδησης είχε ως θεμέλιο της πολιτικής του την αρχή του αγίου Ιουστίνου του φιλοσόφου και μάρτυρα (†165 μ.Χ.): «όσα ούν παρά πάσι καλώς είρηται ημών τών Χριστιανών εστί».[29] Με θεμέλιο τη θεολογική αυτή θεώρηση προσάρμοσε τις παιδαγωγικές αρχές των Ελβετών παιδαγωγών στην ελληνορθόδοξη πρακτική. Συγκεκριμένα:
Τη γενική εποπτεία των σχολείων ασκούσε η Γραμματεία (Υπουργείο) «Επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως». Η σύνδεση του εκκλησιαστικού χώρου με την παιδεία, χωρίς προηγούμενο ή και επόμενο στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, συνιστά όχι μόνο ενσυνείδητη εμμονή του Καποδίστρια στο πνεύμα της παραδόσεως, που θέλει τους δύο αυτούς χώρους αδιάσπαστα ενωμένους (τους θεωρούσε «αχωρίστους»), αλλά εκφράζει και την αντίθεσή του προς το πνεύμα των Ελλήνων ευρωπαϊστών της εποχής του, οι οποίοι με τις αλλοτριωμένες προϋποθέσεις τους ενέτασσαν το έργο του «Λειτουργού της Δημοσίου Παιδείας» στην φροντίδα της Αστυνομίας και του Δικαίου.[30] «Ο Καποδίστριας αντίθετα από αυτές τις αντιλήψεις οργάνωσε την παιδεία στους δυο άξονες: Χριστός και Ελλάδα, αφού ο ίδιος ήταν υπέρμαχος της ορθόδοξης παράδοσης».[31] Στο υπόμνημά του με θέμα «Μέσα βελτίωσης των Ελλήνων» εμπεριέχονται οι ιδέες του για την Παιδεία. Η ελευθερία, έλεγε, μπορεί να είναι ευεργετική, μόνο αν εμφορείται από τις Αλήθειες του Ευαγγελίου. Αλλιώς καταντά δυναστική αγχόνη που καταπνίγει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύει και το περιεχόμενο των μαθημάτων του Προγράμματος Σπουδών του καποδιστριακού εκπαιδευτικού συστήματος. Ενώ το Πρόγραμμα Σπουδών θυμίζει το αντίστοιχο ελβετικό, το περιεχόμενο της διδασκαλίας των μαθημάτων είναι καθαρά Ορθόδοξο, αφού προσανατολίστηκε προς την ελληνοχριστιανική παράδοση και δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην εθνική διαπαιδαγώγηση, στη δημιουργία πολιτών-μελών εθνικού κράτους και στη σύζευξη Εκκλησίας και Παιδείας, για την ανόρθωση του φρονήματος των πολιτών.[32] Ο Κοκκώνης, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, επισημαίνει σε άρθρα του, που δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Αιγιναία», ότι βασικός σκοπός της εκπαίδευσης είναι να γνωρίσει ο μαθητής, μέσα από τα προγράμματα εκπαίδευσης και τη διδασκαλία, «τα προς τον Θεόν, τα προς εαυτόν, τα προς τον πλησίον και τα προς την κοινωνίαν καθήκοντα», ώστε να γίνει «ευσεβέστερος Χριστιανός, καλύτερος υιός, σύζυγος, πατήρ, φίλος, πολίτης, συνετώτερος άρχων...».[33]
Η Κυβέρνηση επέδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για τη σύνταξη και μετάφραση βασικών βιβλίων για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Στην εκδοτική αυτή διαδικασία δεν μετέφρασε κάποια ελβετικά εγχειρίδια, αλλά αξιοποίησε τις υπάρχουσες πηγές του αστείρευτου πλούτου της ελληνικής και ορθόδοξης γραμματείας. Συγκεκριμένα «ο Νικητόπουλος παρουσίασε στην επιτροπή τη γραμματική του και την περίληψη του ιερού Ευαγγελίου. Στο Eθνικό Τυπογραφείο της Αίγινας τυπώθηκαν τρία τεύχη εκκλησιαστικής αγωγής με τον τίτλο «Χριστιανικής διδασκαλίας μάθημα», τα οποία περιλάμβαναν το προσευχητάριο, τη σύνοψη εκκλησιαστικής ιστορίας και τη σύνοψη ιεράς κατήχησης. Το Καλοκαίρι του 1831 εκτυπώθηκε η «Διδασκαλία της γραμμικής ιχνογραφίας». Επειδή όμως τα βιβλία αυτά δεν κάλυπταν τις ανάγκες των αλληλοδιδακτικών σχολείων, η κυβέρνηση προχώρησε στην αγορά και άλλων βιβλίων ιδιωτικών εκδόσεων. Σπουδαιότερη, όμως, πηγή συγκέντρωσης βιβλίων αποτέλεσαν οι δωρεές από διάφορες πηγές και ιδίως από συνεργάτες και φίλους του Καποδίστρια, όπως οι αδελφοί Ζωσιμά, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Νεόφυτος Δούκας κ. άλ. Τα βιβλία αυτά συγκεντρώθηκαν στη βιβλιοθήκη του Ορφανοτροφείου, όπου μέσω του εφόρου της και της γραμματείας αποστέλλονταν στα αλληλοδιδακτικά σχολεία της χώρας».[34]
Ο Καποδίστριας λειτουργούσε ουσιαστικά ως Εθνάρχης, αφού είχε τη συνείδηση ότι παιδιά του δεν είναι μόνο τα ελληνόπουλα και κατ’ επέκταση οι Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους, αλλά και οι πολυπληθέστεροι Έλληνες των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών και των ελληνικών παροικιών της Ευρώπης. Βασικός άξονας της τιτάνιας προσπάθειάς του αποτέλεσε η μόρφωση όλων των ελληνοπαίδων εντός και εκτός Ελλάδος. «Ἂν δὲν προηγηθεῖ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία», έλεγε,  «θὰ κινδυνεύσει ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια σκλαβιᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπαιδευσίας του, νὰ γίνει θύμα δημαγωγῶν».[35] Γι’ αυτὸ θεωρούσε ότι και η Εθναρχούσα Εκκλησία, μπορούσε να συμβάλει στη σωτηρία του Έθνους, όπως έπραξε κατά τη μακραίωνη περίοδο της δουλείας. Στον αγώνα του αυτό βρήκε αρκετούς επιφανείς Έλληνες του εξωτερικού ως συμπαραστάτες, στους οποίους απευθύνεται για να βοηθήσουν οικονομικά τον Αγώνα με την επίκληση «Σώστε την Ελλάδα». Ταυτόχρονα τους καλεί να σώσουν «τα ελληνόπουλα της προσφυγιάς που ανέστια και αλίμενα περιπλανούνταν στην Ευρώπη και κινδύνευαν ν’ αφομοιωθούν στις ξένες πατρίδες». Σ’ άλλη επιστολή του σημειώνει: «Χωρίς πίστιν εις τον Θεόν, αγάπη προς την πατρίδα των και διατήρησιν της ελληνικής γλώσσης, χάνονται εν τη ξένη οι ελληνόπαιδες». Αποκαμωμένος από τους διπλωματικούς του αγώνες, κλίνοντας μια επιστολή του προς τον κερκυραίο συμπατριώτη, φίλο και στενό συνεργάτη του Ανδρέα Μουστοξύδη, εξομολογείται: «Η μόνη μου ανακούφιση και χαρά είναι το ν’ απασχολούμαι με τα παιδιά και τα σχολεία». Ο Καποδίστριας ζει και δραστηριοποιείται κατά τη σημαντικότερη περίοδο του βίου του στην Ευρώπη, αλλά δεν αφομοιώνεται απ’ αυτήν. Αντίθετα είναι εκείνος που επηρεάζει σε μέγιστο βαθμό τα ευρωπαϊκά πράγματα. Ενεργεί ως πιστός Ορθόδοξος, που έχοντας το χάρισμα της διακρίσεως, γνωρίζει αριστοτεχνικά να επιλέγει τα καλά στοιχεία της Ευρώπης (όπως στην περίπτωσή μας τις παιδαγωγικές μεθόδους των Ελβετών παιδαγωγών) και να απορρίπτει όσα απειλούν να αλλοτριώσουν την ελληνική ταυτότητα.   
Τελικά, πώς ενεργούσε στην άσκηση της πολιτικής και στην περίπτωσή μας της εκπαιδευτικής, ο Καποδίστριας; Στηριζόταν πρωτίστως στους Έλληνες ή Ελβετούς φίλους και συμβούλους του; Την απάντηση θα την λάβουμε μέσα από τα δικά του κείμενα. Σε μια επιστολή προς τον Πατέρα του εκμυστηρεύεται: «Είναι έργον μοναδικόν της προστασίας του Θεού και των θαυματουργών Αγίων, που αναξίως επεκαλέσθην με δάκρυα ειλικρινούς καρδίας», προσθέτοντας την φράση: «Πίπτων εις τους πόδας του Θαυματουργού Αγίου μας (Σπυρίδωνος) και της Αειπαρθένου Πλατυτέρας».[36] Είναι έκδηλη η ησυχαστική του συνείδηση σε ένα ιδιωτικό γράμμα, που του επιτρέπει να αποκαλύψει τα μύχια της καρδιάς του.[37] Σε κάποια άλλη επιστολή του θα δηλώσει:[38] «Πρώτα είμαι Έλληνας... γιατί γεννήθηκα σε αυτή την χώρα... Είμαι Έλληνας από πατέρα και μητέρα. Είμαι με την χάρη του Θεού που μού ανέθεσε την κυβέρνησιν αυτού του πτωχού λαού... Είμαι Έλληνας εκ γενετής, από καθαρή αγάπη, από αίσθημα, από καθήκον και από Θρησκεία».[39] Ο Καποδίστριας γνώριζε την παθογένεια της Ευρώπης, κάτι που θα το εκφράσει σαφέστερα και συχνότερα κατά την πολιτική του δράση στην Ελλάδα. Στο πρόσωπο του Μέττερνιχ αντιμετώπισε τη μεσαιωνική ευρωπαϊκή τυραννία, που προσπαθούσε να επιβιώσει. Γι’ αυτό θα επιδιώκει, η νεολαία, που με τη συνδρομή του σπούδαζε στην Ελβετία, «να σχηματισθή πρώτον ελληνιστί και όχι ελβετιστί η γαλλιστί. Η Ελλάς πρέπει πρώτον να μορφώνη Ελληνικώς την απαλήν ψυχήν των τέκνων της. Η δε Ευρώπη να τελειοποιή ύστερον τους ήδη εσχηματισμένους νέους». Η αιτία δηλώνεται στην επόμενη φράση «Ούτω το Έθνος φυλάττει τον εθνικόν χαρακτήρα του, δεν νοθεύεται».[40]

Συμπερασματικά «τὸ πρόσωπο καὶ ἡ πολιτικὴ πράξη τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια ἔχουν δεχθεῖ πολλὲς ἑρμηνεῖες….Μπορεῖ μὲν νὰ ὀνομασθεῖ «εὐρωπαϊστής», διότι εὐεργέτησε τὴν Εὐρώπη ποικιλοτρόπως, ἡ εὐρωπαϊκὴ ὅμως πολιτική του καὶ οἱ συναφεῖς μὲ αὐτὴν στόχοι του, ἀποδεικνύουν, ὅτι ἐκεῖνος δὲν ἀπέβλεπε στὴν Εὐρώπη…τοῦ Ναπολέοντος ή τοῦ Μέττερνιχ, τῆς κληρονομικῆς-φεουδαρχικῆς ὀλιγαρχίας, ἀλλὰ σὲ μίαν Εὐρώπη, ποὺ προσδιοριζόταν ἀπὸ τὸ ἑλληνορθόδοξο φρόνημά του. Ἡ εὐρωπαϊκὴ δράση του ἀναπτυσσόταν παράλληλα μὲ τὴν ἑλληνικὴ πολιτική του. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει, ὅτι ἦταν ἑνιαία καὶ ἀδιάτμητη προσωπικότητα, μία δὲ ἁπλὴ σύγκριση μὲ τὴ συνέχεια τοῦ πολιτικοῦ μας βίου πείθει, ὅτι ὁ Καποδίστριας ὑπῆρξε ὁ ΜΟΝΟΣ πολιτικός μας ἡγέτης βαπτισμένος ὁλόκληρος στὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία, ποὺ ὑπῆρξε ἄλλωστε καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης».[41]



[1] Ο (πρώτος) Κυβερνήτης της Ελλάδος ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία από την Κεφαλονιά, κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης των αρχών της «Επτανήσου Πολιτείας» (1801-1802). Το γεγονός αυτό, θεωρώ, πως δικαιολογεί τη συμπερίληψη ενός επιστημονικού άρθρου, που αφορά στην πολύπλευρη προσωπικότητά του, στον παρόντα Τόμο των «Κεφαλληνιακών Χρονικών».
[2] Ο Philipp Emanuel von Fellenberg (27 Ιουνίου 1771–21 Νοεμβρίου 1844) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους παιδαγωγούς του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Βέρνη και μεγάλωσε σε μια εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια, η οποία του παρείχε όλα τα μέσα προκειμένου να λάβει μια υψηλή μόρφωση. Ο πατέρας του υπήρξε προσωπικός φίλος του μεγάλου Ελβετού παιδαγωγού Pestalozzi, γεγονός που τον βοήθησε ώστε να γίνει μαθητής του. Το 1790 γίνεται δεκτός ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, ενώ μετά την αποπεράτωση των σπουδών του (1799) μετέτρεψε την αγροικία του στο Χόφβυλ, κοντά στη Βέρνη, με σκοπό να καταστήσει τη γεωργία τη βάση του (κοινωνικού) συστήματός του, που αποσκοπούσε στο να φέρει πιο κοντά τις κοινωνικές τάξεις. Για σαράντα πέντε χρόνια ο Fellenberg, υποβοηθούμενος από τη σύζυγό του, αφιερώθηκε στις παιδαγωγικές του έρευνες καθιστώντας το παιδαγωγικό του σύστημα κορυφαίο στην Ευρώπη. Κυριότερα έργα του:
  • 1830: Beleuchtung einer weltgerichtlichen Frage an unsern Zeitgeist.
  • 1833: Der dreimonatliche Bildungskurs,
[3] Ελβετός παιδαγωγός, γεννήθηκε το 1746 στη Ζυρίχη και πέθανε το 1827 στο Μπριγκ Αργάου. Από την ηλικία των πέντε ετών ήταν ορφανός από τον χειρουργό πατέρα του. Αρχικά σκέφτηκε να γίνει ιερέας, όπως ο παππούς του, όμως αποφάσισε να σπουδάσει νομικά, αλλά οι ιδέες του έρχονταν σε σύγκρουση με τις κυβερνητικές και έτσι παράτησε τη νομική του καριέρα. Επηρεασμένος από τα έργα του Μπάζεντοφ και του Ρουσσώ αφοσιώθηκε στην παιδαγωγική. Το 1769 αγόρασε ένα αγρόκτημα, που το μετέτρεψε σε σχολείο για φτωχά παιδιά, αλλά οι οικονομικές και οργανωτικές δυσκολίες που συνάντησε τον υποχρέωσαν να το εγκαταλείψει δέκα χρόνια αργότερα. Σπούδασε γλωσσολογία, θεολογία, δίκαιο και ιστορία. Μετά απ' αυτά αφιερώθηκε στην αγροτική οικονομία και εκλαΐκευσε, αφού τις διόρθωσε, τις παιδαγωγικές ιδέες του Ρουσσώ. Επειδή κατάλαβε, ότι η λύση του κοινωνικού προβλήματος έπρεπε να βρεθεί στην ανανέωση της παιδείας, συνέλαβε το σχέδιο να αναπτύξει προοδευτικά τις ανθρώπινες αρετές μέσω της αγροτικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και να οργανώσει την αλληλοδιδακτική διδασκαλία. Αφιερώθηκε με αφιλοκέρδεια στην εκπαίδευση των φτωχών κυρίως παιδιών. Τα σχολεία που ίδρυσε σε διάφορες πόλεις του απέδωσαν μεγάλη φήμη. Από το 1780 άρχισε να γράφει μορφωτικού περιεχομένου έργα, εφόσον έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών του δεν ήταν δυνατή. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Λεονάρδος και Γερτρούδη" σημείωσε μεγάλη και ανέλπιστη επιτυχία στην Ελβετία και στη Γερμανία. Στο έργο του "Οι εσπερινές ώρες ενός αναχωρητή" ανέλυε όλο το παιδαγωγικό του πρόγραμμα. Το 1798 η κυβέρνηση του ανέθεσε τη μόρφωση ογδόντα ορφανών παιδιών. Η προσπάθειά του αυτή σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έτσι το 1805, άνοιξε σχολείο στο Ιβερντόν, κάτι σαν ινστιτούτο, που αποσκοπούσε στη μόρφωση των δασκάλων με τις δικές του μεθόδους. Υπήρξε μεγάλος παιδαγωγός και ενδιαφέρθηκε κυρίως για τον ψυχολογικό έλεγχο της ανάπτυξης του παιδιού ενισχύοντας τις εσωτερικές του δυνάμεις. Με την αρχή αυτή επεδίωκε να διαπλάσει πολίτες με ηθικές και κοινωνικές βάσεις, απελευθερωμένους και αυθόρμητους. Δεν υπήρξε οπαδός της στείρας γνώσης, αλλά της πράξης και της δεξιότητας της σωστής αγωγής και διδασκαλίας, που δεν στηριζόταν μόνο στα λόγια, αλλά είχε και έμπρακτη εφαρμογή και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους παιδαγωγούς όλων των εποχών.
[4] Δημήτριος Διαμαντής, «Η εκπαίδευση κατά τον Καποδίστρια», Επιστημονικό Βήμα, τ. 6 (Ιούνιος 2006), σ. 15.
[5] Βλ. το άρθρο του Michel Soetard «Pestalozzi Johann Heinrich (1746 - 1827) στον συλλογικό τόμο: Κωνσταντίνου Αγγελάκου (επιμ.) Πρόσωπα, Ιδέες και Θέματα στις επιστήμες της αγωγής. Από το μύθο της παιδαγωγικής επάρκειας στην ουσία της παιδαγωγικής σκέψης, Κέδρος - Εκπαίδευση, Αθήνα 2010, σσ. 24-25.
[6] Στο ίδιο, σ. 24επ. 
[7] Στο ίδιο, σ. 25.
[8] Στο ίδιο, σ. 25.
[9] Στο ίδιο, σ. 25.
[10] Δημήτριος Διαμαντής, όπ.π., σ. 15.
[11] Κούκου Ελένη, «Η παιδεία από το 1828 ως το 1831», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ. 589.
[12] Η Αιγιναία, τόμ. Δ’, Αίγινα 15-7-1831, σ. 154.
[13]Η Αιγιναία, τόμ. Ζ’, Αίγινα 15-9-1831, σ. 216επ.
[14] Μπαμπούνης Χρήστος, Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή περίοδο. Διοικητική οργάνωση και εκπαιδευτική λειτουργία, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1999, σ. 122. Πρβλ. Δημητρίου Διαμαντή, όπ.π., σ. 15.
[15] Στο ίδιο.
[16] Δημαράς Αλέξης, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμ. Α΄, Ερμής, Αθήνα 1990, σ. κζ’.
[17] Μπαμπούνης, ό.π., σ. 122.
[18] Δημαράς, ό.π., σ. κζ’.
[19] Πετρίδης Πέτρος, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1834, τόμ. Α΄, τεύχ. 1, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 56-59.
[20] Κούκου, ό.π.., σ. 590.
[21] Λαμπράκη-Παγανού Αλεξάνδρα, Η εκπαίδευση των ελληνίδων κατά την Οθωνική περίοδο, Αθήνα 1988, σ. 63.
[22] Δημήτριος Διαμαντής, όπ.π., σ. 16. Βλ. επίσης Σολομών Ιωάννης, Εξουσία και τάξη στο νεοελληνικό σχολείο. Μια τυπολογία των σχολικών χώρων και πρακτικών 1820-1900, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992, σ. 113-114.
[23] Δημήτριος Διαμαντής, όπ.π., σ. 16.
[24] Μπαμπούνης, ό.π., σ. 233.
[25] Δημήτριος Διαμαντής, όπ.π., σ. 16.
[26] Βλ. Αλέξανδρος Παπαδερός, Μετακένωση. Ελλάδα-Ορθοδοξία-Διαφωτισμός κατά τον Κοραή και τον Οικονόμο, μεταφρ. Εμμανουήλ Γεωργουδάκης, Ακρίτας, Αθήνα 2010.
[27] Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. τις παρακάτω διδακτορικές διατριβές, όπου υπάρχει πλούσιο αρχειακό υλικό: π. Γεωργίου Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν, Αρμός, Αθήνα 2004, Πόλλης Θαναηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία» και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισιοναρίων για την Ελλάδα το 19ο αιώνα, Καστανιώτη, Αθήνα 2005, Αντώνη Σμυρναίου, Στα ίχνη της Ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2006 και Δημητρίου Μεταλληνού, Βρετανική διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος. Η εκκλησιαστική πολιτική του βρετανού Αρμοστή Sir Howard Douglas (1835-1841) (υπό έκδοση).
[28] Ιωάννης Κορνιλάκης, Ιωάννης Καποδίστριας: ο Άγιος της Πολιτικής, Ελαία, Αθήνα 2011.
[29] Ιουστίνου φιλοσόφου, Β΄ Απολογία, 13, 2-4, ΒΕΠΕΣ 3, 207.
[30] Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους, στου Γ. Βαλέτα, Κοραή Άπαντα, τομ Α΄,  Αθήνα, σ. 399.
[31] Γεώργιος Παπαδόπουλος, «Ιωάννης Καποδίστριας και το μεγάλο του ενδιαφέρον για την ελληνοπρεπή και ορθόδοξη μόρφωση των ελληνοπαίδων εντός και εκτός Ελλάδας», περιοδ. ΕΡΩ, Β΄ τεύχος (Απρ. –  Ιούν. 2010), σ. 24.
[32] Αντωνίου Πρασσά, «Εκπαιδευτική πολιτική, κατεύθυνση και προοπτικές», περιοδ. Ιστορικά, Ι. Καποδίστριας, ο δεσποτικός οραματιστής, τεύχ. 12, Φωτοεκπαιδευτική Α.Ε., Αθήνα 2000, σ. 44επ.
[33] Η Αιγιναία, τόμ. Α΄, Αίγινα 15-3-1831, σ. 2.
[34] Δημητρίου Διαμαντή, όπ.π., σ. 18.
[35] Γεώργιος Παπαδόπουλος, όπ.π., σ. 24.
[36] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ιωάννης Καποδίστριας, 176 Γράμματα προς τον πατέρα του (1809–1920), Αθήναι 1972, σ. 273επ.
[37]π. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ιωάννης Καποδίστριας και Ρωμηοσύνη», στο Ελληνισμός Μαχόμενος, Τήνος, Αθήνα 1995, σ. 28.
[38] Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Η΄, «Ιωάννης Καποδίστριας ή η επώδυνη Γένεση του Νεοελληνικού Κράτους», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 407.
[39] π. Γεώργιος Μεταλληνός, όπ.π., σ. 35.
[40] Απόστολος Βακαλόπουλος όπ.π., σ. 188.
[41] π. Γεώργιος Μεταλληνός, όπ.π., σ. 75.